- ἰσαρίθμως
- ἰσάριθμοςequal in number withadverbialἰσάριθμοςequal in number withmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισάριθμος — η, ο (ΑΜ ἰσάριθμος, ον, Α ποιητ. τ. ἰσήριθμος) ίσος κατά τον αριθμό με κάτι («ψυχαὶ ἰσάριθμοι τοῑς ἄστροις», Πλάτ.) αρχ. 1. γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο γραμματικό αριθμό με κάποιον άλλο 2. επιγρ. ισόψηφος. επίρρ... ισαρίθμως και ισάριθμα (Α… … Dictionary of Greek